- πλαφόν
- το, Νάκλ. το μέγιστο ανώτατο όριο, το σημείο το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλ. μάξιμουμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafond «οροφή» < plat «επίπεδο» + fond «βάθος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαφονιέρα — η, Ν είδος πολύφωτου αναρτημένου από την οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafonnier (< plafond), βλ. λ. πλαφόν] … Dictionary of Greek